λινόστολος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(6_16)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνόστολος''': -ον, ἐνδεδυμένος λινᾶ ἐνδύματα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 1, πρβλ. Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 491.
|lstext='''λῐνόστολος''': -ον, ἐνδεδυμένος λινᾶ ἐνδύματα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 1, πρβλ. Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 491.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινόστολος]], -ον (Α)<br />ντυμένος με λινά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>στολος</i>, [[λευκό]]-<i>στολος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόστολος Medium diacritics: λινόστολος Low diacritics: λινόστολος Capitals: ΛΙΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: linóstolos Transliteration B: linostolos Transliteration C: linostolos Beta Code: lino/stolos

English (LSJ)

ον,

   A clad in linen, B.18.43, Hymn.Is. 1.

German (Pape)

[Seite 50] in Leinwand gekleidet, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστολος: -ον, ἐνδεδυμένος λινᾶ ἐνδύματα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 1, πρβλ. Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 491.

Greek Monolingual

λινόστολος, -ον (Α)
ντυμένος με λινά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στολος (< στολή), πρβλ. εύ-στολος, λευκό-στολος].