μεγαλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_14)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.
|lstext='''μεγᾰλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κραταί</i>-[[πους]])].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπους Medium diacritics: μεγαλόπους Low diacritics: μεγαλόπους Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: megalópous Transliteration B: megalopous Transliteration C: megalopous Beta Code: megalo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A with large feet, Arist.HA617a26.

German (Pape)

[Seite 107] πουν, gen. ποδος, großfüßig; Schol. Ar. Av. 877; Arist. H. A. 9, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.

Greek Monolingual

μεγαλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πούς (πρβλ. κραταί-πους)].