λιπόξυλος: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(6_16) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπόξῠλος''': -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, [[ἐλλιπής]], [[ἀδύνατος]]. | |lstext='''λῐπόξῠλος''': -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, [[ἐλλιπής]], [[ἀδύνατος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπόξυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται ξύλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδύνατος]], [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]] («[[λιπόξυλος]] [[πίστις]]», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ξύλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A lacking wood: metaph., defective, feeble, πίστις Emp.71.1, cf. 21.2.
German (Pape)
[Seite 52] f. L, für λιποζύγων bei Empedocl. 69.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόξῠλος: -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, ἐλλιπής, ἀδύνατος.
Greek Monolingual
λιπόξυλος, -ον (Α)
1. αυτός που στερείται ξύλου
2. μτφ. αδύνατος, ελλιπής, ανεπαρκής («λιπόξυλος πίστις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ξύλον.