μόδα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_4) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόδα''': «στρώματα» Ἡσύχ. | |lstext='''μόδα''': «στρώματα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόδα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρώματα».———————— <b>(II)</b><br />η<br />οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική [[σφαίρα]], στον τρόπο ζωής και, [[κυρίως]] σε ό,τι έχει [[σχέση]] με ενδύματα, χρώματα, [[κόμμωση]], κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. [[συρμός]] («το [[μπλε]] [[χρώμα]] [[είναι]] της μόδας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>ιταλ. <i>moda</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>modus</i> «[[τρόπος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
στρώματα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».———————— (II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].