αἰτιολογητέον: Difference between revisions
From LSJ
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que indagar las causas]] ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 80. | |dgtxt=[[hay que indagar las causas]] ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 80. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰτιολογητέον]] (Α) [[αἰτιολογῶ]]<br />[[πρέπει]] [[κανείς]] να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.
Spanish (DGE)
hay que indagar las causas ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.[2] 80.
Greek Monolingual
αἰτιολογητέον (Α) αἰτιολογῶ
πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.