ἀκαμαντοχάρμας: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκᾰμαντοχάρμας) -ᾱ [[que no se cansa de la batalla]], [[Αἴας]] Pi.<i>Fr</i>.184. | |dgtxt=(ἀκᾰμαντοχάρμας) -ᾱ [[que no se cansa de la batalla]], [[Αἴας]] Pi.<i>Fr</i>.184. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκαμαντοχάρμας]], ο (Α)<br />ο [[ακαμαντομάχας]] (<b>Πίνδ.</b> απ. 179).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]] -<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χάρμας</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάρμα]], -<i>η</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ὁ,
A unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).
English (Slater)
ᾰκᾰμαντοχάρμας
1 untiring in battle ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, ὅτι ἢ κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντοχάρμας) -ᾱ que no se cansa de la batalla, Αἴας Pi.Fr.184.
Greek Monolingual
ἀκαμαντοχάρμας, ο (Α)
ο ακαμαντομάχας (Πίνδ. απ. 179).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -χάρμας < χάρμα, -η].