ἀκροθινιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκροθῑνιάζομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tard. act., Hsch.]<br />[[tomar como botín escogido]] νύμφας E.<i>HF</i> 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1. | |dgtxt=(ἀκροθῑνιάζομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tard. act., Hsch.]<br />[[tomar como botín escogido]] νύμφας E.<i>HF</i> 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκροθινιάζομαι]] (Α) [[ἀκροθίνιον]]<br />[[διαλέγω]] για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο [[μέρος]] από [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
A take the spoils, pick out for oneself, E.HF 476, cf. Dionys.Trag.1:—Act. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 83] als Bestes auserwählen, νύμφας Eur. Herc. F. 470; ἀπαρχάς Ath. IX, 401 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῑνιάζομαι: ἀποθ., λαμβάνω τὰ ἀκροθίνια, λαμβάνω τὸ κάλλιστον μέρος, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
French (Bailly abrégé)
1 choisir comme prémices;
2 offrir comme prémices, sacrifier.
Étymologie: ἀκροθίνιον.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῑνιάζομαι)
• Morfología: [tard. act., Hsch.]
tomar como botín escogido νύμφας E.HF 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1.
Greek Monolingual
ἀκροθινιάζομαι (Α) ἀκροθίνιον
διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι.