ἀλάτας: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλάτας]], ο (Α)<br />δωρ. τ. [[αντί]] [[ἀλήτης]].
|mltxt=[[ἀλάτας]], ο (Α)<br />δωρ. τ. [[αντί]] [[ἀλήτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
}}
}}