ἀλινδήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(big3_3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[revolcadero de caballos]] Phryn.<i>PS</i> 5<br /><b class="num">•</b>fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.<i>Ra</i>.904.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[revolcadero de caballos]] Phryn.<i>PS</i> 5<br /><b class="num">•</b>fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.<i>Ra</i>.904.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλινδήθρα]], η (Α) [[ἀλινδῶ]]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου κυλιούνται τα άλογα, [[αλογοκυλίστρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη<br />η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλινδήθρα Medium diacritics: ἀλινδήθρα Low diacritics: αλινδήθρα Capitals: ΑΛΙΝΔΗΘΡΑ
Transliteration A: alindḗthra Transliteration B: alindēthra Transliteration C: alindithra Beta Code: a)lindh/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.

German (Pape)

[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.

Greek Monolingual

ἀλινδήθρα, η (Α) ἀλινδῶ
1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα
2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη
η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.