αλλαχόθι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀλλαχόθι επίρρ. (Α)
σε άλλο τόπο, αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχόθεν) + επιρρ. κατάλ. -θι].