αμαλγάμωση: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

ή αμαλγαμάτωση, η Χημ.
1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα
2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα
3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται κράμα του επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθτ. (από το θ. της γεν. αμαλγαματ-) αμαλγαμάτωση, η].