ἁμιλλητικός: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[opuesto]], [[enfrentado]] προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.<i>Fr</i>.278a<br /><b class="num">•</b>τὸ ἁ. [[la rivalidad]] op. τὸ μαχητικόν Pl.<i>Sph</i>.225a. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[opuesto]], [[enfrentado]] προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.<i>Fr</i>.278a<br /><b class="num">•</b>τὸ ἁ. [[la rivalidad]] op. τὸ μαχητικόν Pl.<i>Sph</i>.225a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁμιλλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[άμιλλα]] ή ρέπει [[προς]] αυτήν, [[αγωνιστικός]], [[ανταγωνιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμιλλῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for contest, Pl.Sph. 225a.
German (Pape)
[Seite 125] zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
opuesto, enfrentado προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.Fr.278a
•τὸ ἁ. la rivalidad op. τὸ μαχητικόν Pl.Sph.225a.
Greek Monolingual
ἁμιλλητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τικός].