ἀμεσίτευτος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_17) |
(3) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμεσίτευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσίτου, ἢ μεσιτείας, Συνέσ. σ. 116. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. | |lstext='''ἀμεσίτευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσίτου, ἢ μεσιτείας, Συνέσ. σ. 116. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />lit. crist.<br /><b class="num">1</b> [[directo]], [[inmediato]], [[sin intermediario]] [[ἐναντίωσις]] Gr.Nyss.<i>Perf</i>.180.10, τὴν ... ἀμεσίτευτον ... πρόοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ Πατρός Isid.Pel.M.78.1224A.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[directamente]], [[sin solución de continuidad]] de la unión del Padre y el Hijo en la Trinidad πεπιστεύκαμεν ... ἀ. αὐτοὺς ... ἀλλήλοις ἐπισυνῆφθαι <i>Symb.Ant</i>.345 en Ath.Al.<i>Syn</i>.26.9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀμεσίτευτος]], -ον) [[μεσιτεύω]]<br />(για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο [[δίχως]] μεσίτη ή [[μεσιτεία]], αυτός που γίνεται [[δίχως]] να παρεμβληθούν μεσάζοντες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:51, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 122] unvermittelt, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεσίτευτος: -ον, ὁ ἄνευ μεσίτου, ἢ μεσιτείας, Συνέσ. σ. 116. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.
Spanish (DGE)
-ον
lit. crist.
1 directo, inmediato, sin intermediario ἐναντίωσις Gr.Nyss.Perf.180.10, τὴν ... ἀμεσίτευτον ... πρόοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ Πατρός Isid.Pel.M.78.1224A.
2 adv. -ως directamente, sin solución de continuidad de la unión del Padre y el Hijo en la Trinidad πεπιστεύκαμεν ... ἀ. αὐτοὺς ... ἀλλήλοις ἐπισυνῆφθαι Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀμεσίτευτος, -ον) μεσιτεύω
(για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο δίχως μεσίτη ή μεσιτεία, αυτός που γίνεται δίχως να παρεμβληθούν μεσάζοντες.