αμέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμέτρητος, -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]
1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος
2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετρητός < μετρῶ].