αμυγδαλιά: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
και μυγδαλιά, η
δέντρο της οικογένειας τών Ροδιδών, του οποίου καρπός είναι το αμύγδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμυγδαλέα με μετακίνηση του τόνου στη λήγουσα και συνίζηση (συμπροφορά) του ε με την επόμενη συλλαβή (-ά) ως ημιφώνου (ᾱ).
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλάς, αμυγδαλεώνας, αμυγδαλίτσα, αμυγδαλότοπος, αμυγδαλόφυλλο].