ἀμισής: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμῑσής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[no odioso]], [[agradable]] ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.<i>Eq</i>.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto</i> Ph.2.70.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]] ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.
|dgtxt=(ἀμῑσής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[no odioso]], [[agradable]] ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.<i>Eq</i>.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto</i> Ph.2.70.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]] ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμισής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[μισητός]] ή [[δυσάρεστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μισὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῖσος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμισία]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῑσής Medium diacritics: ἀμισής Low diacritics: αμισής Capitals: ΑΜΙΣΗΣ
Transliteration A: amisḗs Transliteration B: amisēs Transliteration C: amisis Beta Code: a)mish/s

English (LSJ)

ές,

   A not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. -έστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. -σῶς Ph.2.57.

German (Pape)

[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non odieux.
Étymologie: ἀ, μῖσος.

Spanish (DGE)

(ἀμῑσής) -ές
1 no odioso, agradable ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.Eq.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a
subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto Ph.2.70.
2 adv. -ῶς agradablemente ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.

Greek Monolingual

ἀμισής, -ές (Α)
αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μισὴς < μῖσος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.