αναιμία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.