ἀνέκκλητος: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desafiado]], <i>IUrb.Rom</i>.239.11, 240.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]], <i>GDI</i> 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desafiado]], <i>IUrb.Rom</i>.239.11, 240.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]], <i>GDI</i> 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέκκλητος]], -ον)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει γίνει [[ένσταση]], [[απρόσβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[απόφαση]]) [[αμετάκλητος]], [[τελεσίδικος]], [[οριστικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104. 2 = ἀνέλκλητος. Adv. -τως GDI1723, 1729 (Delph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκκλητος: -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914.
Spanish (DGE)
-ον
1 no desafiado, IUrb.Rom.239.11, 240.11.
2 adv. -ως irreprochablemente, GDI 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέκκλητος, -ον)
αρχ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος
νεοελλ.
(για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός.