ἀνεπίστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiferente]], [[que no presta atención]] de pers., c. gen. πάντων Phld.<i>Herc</i>.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.<i>Insom</i>.M.66.1301B<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[indiferencia]] τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin prestar atención]] ποιοῦμεν Arr.<i>Epict</i>.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3<i>Ma</i>.1.20, cf. Hsch.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiferente]], [[que no presta atención]] de pers., c. gen. πάντων Phld.<i>Herc</i>.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.<i>Insom</i>.M.66.1301B<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[indiferencia]] τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin prestar atención]] ποιοῦμεν Arr.<i>Epict</i>.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3<i>Ma</i>.1.20, cf. Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=και -φτος, -η, -ο (ΑΜ [[ἀνεπίστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιστρέφει [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[δεκτικός]] επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα [[είναι]] ανεπίστρεπτα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δανεικά και ανεπίστρεφτα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίστρεπτος Medium diacritics: ἀνεπίστρεπτος Low diacritics: ανεπίστρεπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: anepístreptos Transliteration B: anepistreptos Transliteration C: anepistreptos Beta Code: a)nepi/streptos

English (LSJ)

ον, prop.

   A without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. -τως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also -τεί or -τί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.

German (Pape)

[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
subst. τὸ ἀ. indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. -ως sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.