ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inaccesible]] subst. τὸ ἀ. [[inaccesibilidad]] τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2. | |dgtxt=-ον<br />[[inaccesible]] subst. τὸ ἀ. [[inaccesibilidad]] τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνεπίπλεκτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έρχεται σε [[συνάφεια]] με άλλους, απομονωμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without connexion with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.
German (Pape)
[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: ἀ, ἐπιπλέκω.
Spanish (DGE)
-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.
Greek Monolingual
ἀνεπίπλεκτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος.