ἀνθρωπόλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[criminal]], [[asesino]] Sud., Ἄρης Sch.Gen.<i>Il</i>.21.421. | |dgtxt=-ον<br />[[criminal]], [[asesino]] Sud., Ἄρης Sch.Gen.<i>Il</i>.21.421. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθρωπόλεθρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A plague of men, murderous, Suid.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen verderbend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόλεθρος: -ον, ὄλεθρος τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ον
criminal, asesino Sud., Ἄρης Sch.Gen.Il.21.421.
Greek Monolingual
ἀνθρωπόλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους.