ἀνισόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />geom. [[escaleno]] τρίγωνον Ti.Locr.98a<br /><b class="num">•</b>[[de lados desiguales]] παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.
|dgtxt=-ον<br />geom. [[escaleno]] τρίγωνον Ti.Locr.98a<br /><b class="num">•</b>[[de lados desiguales]] παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνισόπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για επίπεδα ή [[στερεά]] σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />το σκαληνό [[τρίγωνο]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσόπλευρος Medium diacritics: ἀνισόπλευρος Low diacritics: ανισόπλευρος Capitals: ΑΝΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: anisópleuros Transliteration B: anisopleuros Transliteration C: anisoplevros Beta Code: a)niso/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.

Spanish (DGE)

-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.