ἄνορχος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[castrado]] de anim. Hp.<i>Vict</i>.2.49.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene hueso]] φοίνικες Arist.<i>Fr</i>.267.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[castrado]] de anim. Hp.<i>Vict</i>.2.49.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene hueso]] φοίνικες Arist.<i>Fr</i>.267.
}}
{{grml
|mltxt=κ. άνορχις (-εως)<br />ο (Α [[ἄνορχος]], -ον) αυτός που πάσχει από [[ανορχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ευνουχισμένος<br /><b>2.</b> (για τους φοίνικες) ο [[χωρίς]] πυρήνες.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνορχος Medium diacritics: ἄνορχος Low diacritics: άνορχος Capitals: ΑΝΟΡΧΟΣ
Transliteration A: ánorchos Transliteration B: anorchos Transliteration C: anorchos Beta Code: a)/norxos

English (LSJ)

ον,

   A without testicles, i.e. castrated, Hp.Vict.2.49.    II without stones, φοίνικες. Arist.Fr.267.

German (Pape)

[Seite 241] (ὄρχις), ohne Hoden, verschnitten, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνορχος: -ον, ὁ ἄνευ ὄρχεων, Ἱππ. 358. 24. ΙΙ. ὁ ἄνευ πυρήνων, «φοινίκων ἀνόρχων, οὕς τινες ἀνόρχους κακοῦσιν, οἱ δὲ ἀπυρήνους» Ἀριστ. Ἀποσπ. 250.

Spanish (DGE)

-ον
1 castrado de anim. Hp.Vict.2.49.
2 que no tiene hueso φοίνικες Arist.Fr.267.

Greek Monolingual

κ. άνορχις (-εως)
ο (Α ἄνορχος, -ον) αυτός που πάσχει από ανορχία
αρχ.
1. ο ευνουχισμένος
2. (για τους φοίνικες) ο χωρίς πυρήνες.