ἀντείρομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.<i>Cyr</i>.2.2.22]<br />[[preguntar a su vez]] εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.<i>Cyr</i>.2.2.22]<br />[[preguntar a su vez]] εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντείρομαι]] (Α)<br />[[αντερωτώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. aor. -ειρόμην, Att. -ηρόμην:—
A ask in turn, Hdt.1.129, 3.23, X.Cyr.2.2.22: in part., Plu.2.739b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντείρομαι: ἴσως μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.Cyr.2.2.22]
preguntar a su vez εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b.
Greek Monolingual
ἀντείρομαι (Α)
αντερωτώ.