ἀντεπιμέλλω: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(6_12)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεπιμέλλω''': ἴδε ἐν λ. [[ἀντιμέλλω]].
|lstext='''ἀντεπιμέλλω''': ἴδε ἐν λ. [[ἀντιμέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντεπιμέλλω]] (Α)<br />[[καιροφυλακτώ]] [[εναντίον]] κάποιου που καιροφυλακτεί [[εναντίον]] μου.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιμέλλω Medium diacritics: ἀντεπιμέλλω Low diacritics: αντεπιμέλλω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΜΕΛΛΩ
Transliteration A: antepiméllō Transliteration B: antepimellō Transliteration C: antepimello Beta Code: a)ntepime/llw

English (LSJ)

   A v.l. for ἀντιμέλλω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιμέλλω: ἴδε ἐν λ. ἀντιμέλλω.

Greek Monolingual

ἀντεπιμέλλω (Α)
καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου.