ἄπεπλος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(big3_5) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.<i>N</i>.1.50, cf. <i>Fr</i>.52u.14.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[no vestido de]] φαρέων λευκῶν E.<i>Ph</i>.324. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.<i>N</i>.1.50, cf. <i>Fr</i>.52u.14.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[no vestido de]] φαρέων λευκῶν E.<i>Ph</i>.324. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄπεπλος]], -ον (AM)<br />(για [[κόρη]]) [[χωρίς]] πέπλο, μόνο με τον χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]]» — ντυμένη πένθιμα <b>(Ευριπ.)</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unrobed, i.e. in her tunic only, of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.N.1.50; λευκῶν φαρέων ἄπεπλος, i.e. clad in black, E.Ph.324(lyr.).
German (Pape)
[Seite 287] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων ἄπεπλος Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπεπλος: -ον, ἄνευ πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ μονόπεπλος ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 (ἔνθα τὸ πέπλος λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― ἄπεπλος φαρέων λευκῶν, ἀνείμων λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.
Étymologie: ἀ, πέπλος.
English (Slater)
ᾰπεπλος, -ον
1 unrobed ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)
Spanish (DGE)
-ον
1 abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.N.1.50, cf. Fr.52u.14.
2 c. gen. no vestido de φαρέων λευκῶν E.Ph.324.
Greek Monolingual
ἄπεπλος, -ον (AM)
(για κόρη) χωρίς πέπλο, μόνο με τον χιτώνα
αρχ.
φρ. «λευκῶν φαρέων ἄπεπλος» — ντυμένη πένθιμα (Ευριπ.)