Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπεπτος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(5)
(No difference)

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπεπτος, -ον)
(για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος
αρχ.
1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός
2. εκείνος που υποφέρει από δυσπεψία
3. (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πέσσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω»].