ἀποκαλυπτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(big3_5) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br />[[revelador]], [[iluminador]] λόγος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.1.2, πνεῦμα Gr.Naz.M.36.168A. | |dgtxt=-όν<br />[[revelador]], [[iluminador]] λόγος Clem.Al.<i>Paed</i>.1.1.2, πνεῦμα Gr.Naz.M.36.168A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποκαλυπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αποκαλύπτει, αυτός που συντελεί στην [[αποκάλυψη]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[αποκάλυψη]] ή ανήκει σ' αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος [[είναι]] [[άξιος]] να δεχτεί την [[αποκάλυψη]] του Λόγου του Θεού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:57, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 305] aufdeckend, enthüllend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰλυπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ἀποκαλύψῃ, ὁ ἀποκαλύπτων, Κλήμ. Ἀλ. 98.
Spanish (DGE)
-όν
revelador, iluminador λόγος Clem.Al.Paed.1.1.2, πνεῦμα Gr.Naz.M.36.168A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποκαλυπτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός να αποκαλύπτει, αυτός που συντελεί στην αποκάλυψη
2. αυτός που αναφέρεται στην αποκάλυψη ή ανήκει σ' αυτήν
αρχ.
όποιος είναι άξιος να δεχτεί την αποκάλυψη του Λόγου του Θεού.