ἀπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[contra el que no se ha hecho la guerra]] χώρα Plb.3.90.7, [[ἀπολέμητος]] ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς [[ἀρχή]] el reino de mi padre está libre de guerra</i> Luc.<i>DIud</i>.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.<br /><b class="num">2</b> fig. [[invencible]] de la paz de Cristo, Meth.<i>Palm</i>.M.18.389C.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[contra el que no se ha hecho la guerra]] χώρα Plb.3.90.7, [[ἀπολέμητος]] ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς [[ἀρχή]] el reino de mi padre está libre de guerra</i> Luc.<i>DIud</i>.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.<br /><b class="num">2</b> fig. [[invencible]] de la paz de Cristo, Meth.<i>Palm</i>.M.18.389C.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολέμητος Medium diacritics: ἀπολέμητος Low diacritics: απολέμητος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: apolémētos Transliteration B: apolemētos Transliteration C: apolemitos Beta Code: a)pole/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.

German (Pape)

[Seite 311] unbekriegt, χώρα Pol. 3, 90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέμητος: -ον, ὁ μὴ πολεμηθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, χώραν πολλῶν χρόνων ἀπολέμητον Πολύβ. 3. 90, 7. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 12, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 contra el que no se ha hecho la guerra χώρα Plb.3.90.7, ἀπολέμητος ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς ἀρχή el reino de mi padre está libre de guerra Luc.DIud.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.
2 fig. invencible de la paz de Cristo, Meth.Palm.M.18.389C.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) πολεμώ
όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση
2. αυτός που δεν πολέμησε
μσν.
ο ακαταμάχητος.