ἀποτορνεύω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tornear]], [[conformar]] fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.<i>VS</i> 537, cf. Iul.<i>Or</i>.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.<i>Phdr</i>.234e, cf. Hermog.<i>Id</i>.1.12 p.297, Longin.<i>Rh</i>.p.189<br /><b class="num">•</b>en gener. [[tornear]], [[conformar]], [[crear]] νῆσον Philostr.<i>Her</i>.71.15, cf. en v. pas. Procop.<i>Aed</i>.1.11.18, Meth.<i>Symp</i>.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.<i>Fr</i>.4 (p.143).<br /><b class="num">2</b> [[contornear]], [[circundar]] τὴν ἤπειρον Philostr.<i>VA</i> 1.20. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[tornear]], [[conformar]] fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.<i>VS</i> 537, cf. Iul.<i>Or</i>.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.<i>Phdr</i>.234e, cf. Hermog.<i>Id</i>.1.12 p.297, Longin.<i>Rh</i>.p.189<br /><b class="num">•</b>en gener. [[tornear]], [[conformar]], [[crear]] νῆσον Philostr.<i>Her</i>.71.15, cf. en v. pas. Procop.<i>Aed</i>.1.11.18, Meth.<i>Symp</i>.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.<i>Fr</i>.4 (p.143).<br /><b class="num">2</b> [[contornear]], [[circundar]] τὴν ἤπειρον Philostr.<i>VA</i> 1.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποτορνεύω]] κ. -τορνῶ, -όω κ. -[[τορεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, [[στρογγυλεύω]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επεξεργάζομαι]] με [[επιμέλεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.
German (Pape)
[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.
French (Bailly abrégé)
travailler sur le tour, arrondir.
Étymologie: ἀπό, τορνεύω.
Spanish (DGE)
1 tornear, conformar fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.VS 537, cf. Iul.Or.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e, cf. Hermog.Id.1.12 p.297, Longin.Rh.p.189
•en gener. tornear, conformar, crear νῆσον Philostr.Her.71.15, cf. en v. pas. Procop.Aed.1.11.18, Meth.Symp.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.Fr.4 (p.143).
2 contornear, circundar τὴν ἤπειρον Philostr.VA 1.20.
Greek Monolingual
ἀποτορνεύω κ. -τορνῶ, -όω κ. -τορεύω (Α)
1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, στρογγυλεύω
2. (για λόγο) επεξεργάζομαι με επιμέλεια.