ἀργυρόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ουν<br />[[de patas de plata]] κλῖναι X.<i>An</i>.4.4.21, Aristeas 320, Luc.<i>Cat</i>.16, φορεῖα Plb.30.25.18, [[δίφρος]] D.24.129, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.<i>Ep</i>.3. | |dgtxt=-ουν<br />[[de patas de plata]] κλῖναι X.<i>An</i>.4.4.21, Aristeas 320, Luc.<i>Cat</i>.16, φορεῖα Plb.30.25.18, [[δίφρος]] D.24.129, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.<i>Ep</i>.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, πούς.
Spanish (DGE)
-ουν
de patas de plata κλῖναι X.An.4.4.21, Aristeas 320, Luc.Cat.16, φορεῖα Plb.30.25.18, δίφρος D.24.129, IG 22.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.Ep.3.
Greek Monolingual
ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).