ἀρρενοπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[apropiado a los varones]], [[viril]] de algunas melodías, Aristid.Quint.78.5. | |dgtxt=-ές<br />[[apropiado a los varones]], [[viril]] de algunas melodías, Aristid.Quint.78.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρρενοπρεπής]], -ές (Α)<br />ο [[ανδροπρεπής]], αυτός που ταιριάζει σε άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδροπρεπής]], [[θηλυπρεπής]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A befitting men, manly, Aristid.Quint.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοπρεπής: -ές, ὁ πρέπων εἰς ἄρρενας, ἀνδρικός, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. περὶ Μουσικ. σ. 92.
Spanish (DGE)
-ές
apropiado a los varones, viril de algunas melodías, Aristid.Quint.78.5.
Greek Monolingual
ἀρρενοπρεπής, -ές (Α)
ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)].