ἀραιόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de escaso follaje]] Zonar.s.u. μανίφυλλον.
|dgtxt=-ον [[de escaso follaje]] Zonar.s.u. μανίφυλλον.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀραιόφυλλος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει αραιά φύλλα.
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραιόφυλλος Medium diacritics: ἀραιόφυλλος Low diacritics: αραιόφυλλος Capitals: ΑΡΑΙΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: araióphyllos Transliteration B: araiophyllos Transliteration C: araiofyllos Beta Code: a)raio/fullos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A with scanty leaves, Zonar.s.v. μανόφυλλον.

German (Pape)

[Seite 343] mit spärlichen Blättern, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραιόφυλλος: -ον, ἔχων ὀλίγα, ἀραιὰ φύλλα, «μανίφυλλον (ἀλλ. γρ. μανόφυλλον)· ἀραιόφυλλον· μανὸν γὰρ τὸ ἀραιόν· οὕτως Ὦρος ὁ Θηβαῖος» Ζωναρ.

Spanish (DGE)

-ον de escaso follaje Zonar.s.u. μανίφυλλον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀραιόφυλλος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει αραιά φύλλα.