Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστεΐζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(Bailly1_1)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=parler habilement, adroitement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστεῖος]].
|btext=parler habilement, adroitement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστεῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀστεΐζομαι]]) [[αστείος]]<br />[[γράφω]], [[μιλώ]] ή [[συμπεριφέρομαι]] έξυπνα, πειστικά ή αστεία, [[ευφυολογώ]], [[χωρατεύω]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεΐζομαι Medium diacritics: ἀστεΐζομαι Low diacritics: αστεΐζομαι Capitals: ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Transliteration A: asteḯzomai Transliteration B: asteizomai Transliteration C: asteizomai Beta Code: a)stei/+zomai

English (LSJ)

   A write or talk wittily or eloquently, Str.13.4.11, J.Ap.2.9, Demetr.Eloc.149, Plu.Marc.21; talk speciously, Ph.2.123:—Act. in St.Byz. s.v. ἄστυ.

German (Pape)

[Seite 375] dep. med., sich wie ein Städter, wie ein seiner, witziger Mensch betragen, so sprechen, περί τινος Plut. Marcell. 21. – Das act. ἀστεΐζω führt St. B. v. ἄστυ an.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεΐζομαι: ἀποθ. ἀστειολογῶ, εὐφυολογῶ, Πλουτ. Μάρκελ. 21. τὸ ἐνεργ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. ἄστυ· προσέτι, ἀστειεύομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1057, Εἰρ. 369: - ἀστειορρημονέω, Ζωναρ.· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀστεϊζόμενος· ὡραϊζόμενος»· - κατὰ τὰ Α. Β. 454. 14, «ἀστεΐζεσθαι, τὸ χαριεντίζεσθαι» καὶ κατωτέρω, «ἀστεΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται».

French (Bailly abrégé)

parler habilement, adroitement.
Étymologie: ἀστεῖος.

Greek Monolingual

(AM ἀστεΐζομαι) αστείος
γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω.