ἀστυπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(c1)
 
(6)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.
}}
{{ls
|lstext='''ἀστῠπόλος''': -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― [[ὡσαύτως]] -[[πολίτης]], ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[hombre de ciudad]] οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.<i>Regn</i>.24.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀστυπόλος]], ο (Α) [[πέλομαι]]<br />ο [[αστός]], ο [[πολίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠπόλος: -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― ὡσαύτως -πολίτης, ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hombre de ciudad οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.Regn.24.

Greek Monolingual

ἀστυπόλος, ο (Α) πέλομαι
ο αστός, ο πολίτης.