ἀτέχναστος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no artificioso]] παραμύθια Them.<i>Or</i>.2.39d. | |dgtxt=-ον [[no artificioso]] παραμύθια Them.<i>Or</i>.2.39d. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ατέχνευτος, -η, -ο (Α [[ἀτέχναστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απονήρευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[τέχνη]], ο [[φυσικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A artless, Them.Or.2.39d.
German (Pape)
[Seite 385] ungekünstelt, Themist. or. 2 p. 39 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέχναστος: -ον, ἄτεχνος, Θεμίστ. 39D.
Spanish (DGE)
-ον no artificioso παραμύθια Them.Or.2.39d.
Greek Monolingual
και ατέχνευτος, -η, -ο (Α ἀτέχναστος, -ον)
νεοελλ.
ο απονήρευτος
αρχ.
ο χωρίς τέχνη, ο φυσικός.