ἀχάρακτος: Difference between revisions
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no marcado a fuego]] κάμηλος, πῶλος <i>Stud.Pal</i>.22.17.9 (I/II d.C.), <i>BGU</i> 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.<i>D</i>.2.406<br /><b class="num">•</b>gener. [[no marcado]] ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos</i> de los caballos, Nonn.<i>D</i>.39.13, por dardos o flechas [[δέμας]] Nonn.<i>D</i>.13.497<br /><b class="num">•</b>esp. [[sin la marca de la barba]], [[lampiño]] de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.<i>D</i>.25.324, ὑπήνη Nonn.<i>D</i>.13.84, 45.121.<br /><b class="num">2</b> [[de rasgos no definidos]], [[indefinido]], [[informe]] de la piedra de Crono, Nonn.<i>D</i>.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.<i>D</i>.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.<i>D</i>.29.170.<br /><b class="num">II</b> [[que no puede ser marcado o tocado]] εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.<i>D</i>.16.158, cf. 36.39. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no marcado a fuego]] κάμηλος, πῶλος <i>Stud.Pal</i>.22.17.9 (I/II d.C.), <i>BGU</i> 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.<i>D</i>.2.406<br /><b class="num">•</b>gener. [[no marcado]] ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos</i> de los caballos, Nonn.<i>D</i>.39.13, por dardos o flechas [[δέμας]] Nonn.<i>D</i>.13.497<br /><b class="num">•</b>esp. [[sin la marca de la barba]], [[lampiño]] de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.<i>D</i>.25.324, ὑπήνη Nonn.<i>D</i>.13.84, 45.121.<br /><b class="num">2</b> [[de rasgos no definidos]], [[indefinido]], [[informe]] de la piedra de Crono, Nonn.<i>D</i>.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.<i>D</i>.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.<i>D</i>.29.170.<br /><b class="num">II</b> [[que no puede ser marcado o tocado]] εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.<i>D</i>.16.158, cf. 36.39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αχάραχτος και [[αχάραγος]], -η, -ο (AM [[ἀχάρακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να χαραχτεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα [[επάνω]] του<br /><b>3.</b> (για [[άστρο]] ή την [[ημέρα]]) αυτός ο [[οποίος]] δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει [[ακόμη]] («[[ἀχάρακτος]] [[ἀστήρ]]», «αχάραγη [[μέρα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[χωρίς]] ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην [[πλώρη]]<br /><b>2.</b> [[άτρωτος]] από [[σίδερο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>αχάραγα</i><br />[[πριν]] χαράξει, [[πριν]] ξημερώσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[χᾰ], ον,
A not marked or branded, κάμηλος BGU13.8 (iii A. D.); not stamped, Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of ships, without emblem or figurehead, PLille22.6; not graven or cut, Nonn.D. 13.84; that cannot be cut, σιδήρῳ γυῖα ἀ. ib.16.158, cf. 26.242.
German (Pape)
[Seite 417] nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάρακτος: -ον, ὁ μὴ κεχαραγμένος, Νόνν. Δ. 13. 84., 16. 158, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no marcado a fuego κάμηλος, πῶλος Stud.Pal.22.17.9 (I/II d.C.), BGU 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.D.2.406
•gener. no marcado ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos de los caballos, Nonn.D.39.13, por dardos o flechas δέμας Nonn.D.13.497
•esp. sin la marca de la barba, lampiño de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.D.25.324, ὑπήνη Nonn.D.13.84, 45.121.
2 de rasgos no definidos, indefinido, informe de la piedra de Crono, Nonn.D.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.D.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.D.29.170.
II que no puede ser marcado o tocado εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.D.16.158, cf. 36.39.
Greek Monolingual
και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί
2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του
3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμη («ἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)
αρχ.
1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη
2. άτρωτος από σίδερο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγα
πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.