βαλλιστής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(3) |
(7) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ballisth/s | |Beta Code=ballisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, a constellation, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.204.14. | |Definition=οῦ, ὁ, a constellation, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.204.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[βαλλιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες [[δέρμα]], όμοιο με θώρακα<br /><b>2.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] για τον χορευτή, [[κυρίως]] του [[βαλς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] αστερισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλλίζω]]. Το λατ. <i>ballsta</i> αποτελεί [[δάνειο]] της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη [[σημασία]] «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το [[βλήμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, a constellation, Cat.Cod.Astr.7.204.14.
Greek Monolingual
ο (Α βαλλιστής)
νεοελλ.
1. γένος Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες δέρμα, όμοιο με θώρακα
2. παλαιότερη ονομασία για τον χορευτή, κυρίως του βαλς
αρχ.
ονομασία αστερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Το λατ. ballsta αποτελεί δάνειο της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη σημασία «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το βλήμα»].