αφτί: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 07:00, 29 September 2017
Greek Monolingual
το
1. μέλος του σώματος, όργανο της ακοής
2. λαβή, χερούλι δοχείου, σάκου κ.λπ.
3. «αφτιά του παπουτσιού...», «...του γιλέκου» κ.λπ.
ταινίες που χρησιμεύουν για να συνδέουν δύο άκρα ή να ρυθμίζουν το πλάτος
4. φρ. α) «μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά του» — άρχισε να υποψιάζεται
β) «έριξε τ΄ αφτιά» ή «κατέβασε τ' αφτιά» — ταπεινώθηκε
γ) «έφεξαν τ' αφτιά του» — αδυνάτισε πολύ
δ) «δεν ιδρώνει τ' αφτί του» — δεν συγκινείται ή δεν φοβάται
ε) «χρεώθηκε ως τ' αφτιά» — έχει μεγάλα χρέη
στ) «απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο» (για προσαγωγή με τη βία ή άμεσο κολασμό)
ζ) «του 'δωσε στ' αφτιά» — τον χτύπησε ή του έκανε σκληρή επίθεση
η) «έχουν κι οι τοίχοι αφτιά» (για να μη λέγονται μυστικά με δυνατή φωνή)
θ) «είμαι όλος αφτιά» — ακούω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όπως φαίνεται από την ετυμολογία που ακολουθεί, ο ορθός τρόπος γραφής της λ. είναι αφτί (όχι αυτί). Ο τ. προέκυψε ως εξής: τα ωτία > τα uτiα (με τροπή του -ν- σε ημίφωνο -u-) > ταuτια > τἀυτία > τἀφτιά > αφτιά και έπειτα και εν. αφτί. (Ανάλογο σχηματισμό πρβλ. στο αβγό)].