βεβαιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que confirma]] τόπος Epict.<i>Ench</i>.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.<i>P</i>.1.169.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que da un sentido afirmativo]] ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.<i>Il</i>.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.<br /><b class="num">II</b> subst. τό β. jur. [[tasa de caución o garantía]] que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal <i>BGU</i> 156.9 (III d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[de forma aseverativa]] ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.<i>Haer</i>.5.30.3 (fr.26).
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que confirma]] τόπος Epict.<i>Ench</i>.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.<i>P</i>.1.169.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que da un sentido afirmativo]] ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.<i>Il</i>.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.<br /><b class="num">II</b> subst. τό β. jur. [[tasa de caución o garantía]] que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal <i>BGU</i> 156.9 (III d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[de forma aseverativa]] ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.<i>Haer</i>.5.30.3 (fr.26).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βεβαιωτικός]], -ή, -όν) [[βεβαιωτής]]<br />[[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[επιβεβαίωση]], [[επιβεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν [[κατάφαση]] με [[βεβαιότητα]] της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιωτικός Medium diacritics: βεβαιωτικός Low diacritics: βεβαιωτικός Capitals: ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: bebaiōtikós Transliteration B: bebaiōtikos Transliteration C: vevaiotikos Beta Code: bebaiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A confirmatory, Epict.Ench.52, S.E.P.1.169, etc.    II -κόν, τό, tax paid to the Government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 440] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. δήπου.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consolider, à garantir.
Étymologie: βεβαιόω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que confirma τόπος Epict.Ench.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.P.1.169.
2 gram. que da un sentido afirmativo ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.Il.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.
II subst. τό β. jur. tasa de caución o garantía que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal BGU 156.9 (III d.C.).
III adv. -ῶς de forma aseverativa ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.Haer.5.30.3 (fr.26).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βεβαιωτικός, -ή, -όν) βεβαιωτής
ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός
νεοελλ.
γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.