βαρυσκελής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(big3_8) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰρυσκελής) -ές<br />[[lento]] ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ <i>Trag.Adesp</i>.250. | |dgtxt=(βᾰρυσκελής) -ές<br />[[lento]] ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ <i>Trag.Adesp</i>.250. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαρυσκελής]] (-οῡς), -ές (AM)<br />αυτός που νιώθει τα πόδια του [[βαριά]], ο [[δυσκίνητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσκελής: -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, βραδύς, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
(βᾰρυσκελής) -ές
lento ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ Trag.Adesp.250.
Greek Monolingual
βαρυσκελής (-οῡς), -ές (AM)
αυτός που νιώθει τα πόδια του βαριά, ο δυσκίνητος.