βούα: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(big3_9) |
(7) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[βουσόα]]. | |dgtxt=v. [[βουσόα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βούα]], η (Α)<br />«[[ἀγέλη]] παίδων» — [[ομάδα]] παιδιών στην αρχαία [[Σπάρτη]] με εκπαιδευτή τον βουαγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει <i>φυή</i> «σωματική [[διάπλαση]], [[ανάπτυξη]]», [[πράγμα]] πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. [[βους]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:01, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
βούα: ἡ, = ἀγέλη παίδων, καὶ βουαγόρ, ὁ, = ἀγελάρχης, λέξεις Λακεδ. παρ’ Ἡσύχ.· βουαγὸς ἀπαντᾷ εἰς πολλὰς Λακων. ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1241, 1245, 1251 κ. ἀλλ.· γραφόμενον ὡσαύτως βοαγός, 1350, 1370, 1453· ἴδε B öckh 1. σ. 612.
Spanish (DGE)
v. βουσόα.
Greek Monolingual
βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].