βραδινός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(6_4)
(7)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρᾰδινός''': -ά, -όν, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[ῥαδινός]], Σαπφ. Ἀποσπ. 32, 34.
|lstext='''βρᾰδινός''': -ά, -όν, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[ῥαδινός]], Σαπφ. Ἀποσπ. 32, 34.
}}
{{grml
|mltxt=και βραδυνός, -ή, -ό (Μ [[βραδινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[βράδυ]], αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται [[κατά]] το [[βράδυ]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βραδινή</i> και <i>βραδινιά</i> (Μ βραδινή)<br />το [[βράδυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βραδινό</i><br />το [[βράδυ]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 460] äol. = ῥαδινός, Sapph. frg. 32.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδινός: -ά, -όν, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ῥαδινός, Σαπφ. Ἀποσπ. 32, 34.

Greek Monolingual

και βραδυνός, -ή, -ό (Μ βραδινός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ
2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή)
το βράδυ
3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό
το βράδυ.