γέμισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(big3_9)
(8)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[carga]], [[fardo]] Hsch.s.u. [[γέμος]].
|dgtxt=-ματος, τό [[carga]], [[fardo]] Hsch.s.u. [[γέμος]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[γέμισμα]]) [[γεμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να γεμίζει [[κανείς]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το υλικό με το οποίο γεμίζει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «το [[γέμισμα]] του φεγγαριού» — η [[γέμιση]] του φεγγαριού<br /><b>4.</b> <b>στρατ.</b> η [[ποσότητα]] της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που [[είναι]] απαραίτητη για την [[εκτόξευση]] του βλήματος από το [[πυροβόλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πληρότητα]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέμισμα Medium diacritics: γέμισμα Low diacritics: γέμισμα Capitals: ΓΕΜΙΣΜΑ
Transliteration A: gémisma Transliteration B: gemisma Transliteration C: gemisma Beta Code: ge/misma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gloss on γέμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.

Greek Monolingual

το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.