γηοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_15) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γηοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων, κατέχων γῆν, Εὐστ. 1392. 23, πρβλ. γαιήοχος. | |lstext='''γηοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων, κατέχων γῆν, Εὐστ. 1392. 23, πρβλ. γαιήοχος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=γηοῡχος, -ον (Μ)<br />αυτός που έχει γη, ο [[ιδιοκτήτης]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A land-holding, Eust.1392.23; cf. γαιήοχος.
Greek (Liddell-Scott)
γηοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων, κατέχων γῆν, Εὐστ. 1392. 23, πρβλ. γαιήοχος.
Greek Monolingual
γηοῡχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γη, ο ιδιοκτήτης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ούχος < έχω].