δακρυσίστακτος: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δακρῠσίστακτος) -ον<br />[[que derrama lágrimas]] δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.<i>Pr</i>.399. | |dgtxt=(δακρῠσίστακτος) -ον<br />[[que derrama lágrimas]] δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.<i>Pr</i>.399. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δακρυσίστακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όποιος στάζει [[πολλά]] δάκρυα<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δακρυσίστακτα</i><br />με [[πολλά]] δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δάκρυσι</i>, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού <span style="color: red;">+</span> [[στακτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρμασί</i>-<i>δουπος</i>, <i>ναυσί</i>-<i>θοος</i>, <i>ορεσί</i>-<i>τροφος</i>, <i>χερσι</i>-<i>δάμας</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in floods of tears, neut. pl. as Adv., A.Pr. 400(lyr.).
German (Pape)
[Seite 519] von Thränen triefend, Aesch. Pr. 399.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dégoutte de larmes, qui épanche des larmes.
Étymologie: δάκρυ, στάζω.
Spanish (DGE)
(δακρῠσίστακτος) -ον
que derrama lágrimas δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.Pr.399.
Greek Monolingual
δακρυσίστακτος, -ον (Α)
1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα
με πολλά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί-δουπος, ναυσί-θοος, ορεσί-τροφος, χερσι-δάμας).