δαφναῖος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_4) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαφναῖος''': -α, -ον, = δαφνικός, ὁ 'εκ δάφνης ἢ εἰς δάφνην ἀνήκων, Χριστ. Ἐκφρ. 260. ΙΙ. ὡς τὸ [[δαφνηφόρος]], ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτ. 9. 477. | |lstext='''δαφναῖος''': -α, -ον, = δαφνικός, ὁ 'εκ δάφνης ἢ εἰς δάφνην ἀνήκων, Χριστ. Ἐκφρ. 260. ΙΙ. ὡς τὸ [[δαφνηφόρος]], ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτ. 9. 477. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=δαφναῑος, -α, -ον (Α) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> ο [[δάφνινος]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[δαφνηφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = δαφνικός, of bay, πέταλα Nonn.D.19.73. II epith. of Apollo,AP 9.477, Nonn.D.13.82.
German (Pape)
[Seite 524] zum Lorbeerbaum gehörig, Nonn. D. 2, 98; στέμμα Christod. ecphr. 250; Beiname des Apollo, Nonn. u. a. D.
Greek (Liddell-Scott)
δαφναῖος: -α, -ον, = δαφνικός, ὁ 'εκ δάφνης ἢ εἰς δάφνην ἀνήκων, Χριστ. Ἐκφρ. 260. ΙΙ. ὡς τὸ δαφνηφόρος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτ. 9. 477.
Greek Monolingual
δαφναῑος, -α, -ον (Α) δάφνη
1. ο δάφνινος
2. (επίθ. του Απόλλωνος) ο δαφνηφόρος.