δεδοικότως: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. sobre part. perf. act. de [[δείδω]] [[medrosamente]] Ruf.<i>Interrog</i>.1, Philostr.<i>VA</i> 4.20. | |dgtxt=adv. sobre part. perf. act. de [[δείδω]] [[medrosamente]] Ruf.<i>Interrog</i>.1, Philostr.<i>VA</i> 4.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεδοικότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με φόβο, φοβισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>δεδοικώς</i> του παρακμ. [[δέδοικα]] του [[δείδω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεδιότως]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. part. pf. of δείδω,
A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.
German (Pape)
[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.
Greek Monolingual
δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].