δέλφιξ: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ικος, ὁ [[trípode]] Plu.<i>TG</i> 2 (cj.), <i>EM</i> 255.9G. | |dgtxt=-ικος, ὁ [[trípode]] Plu.<i>TG</i> 2 (cj.), <i>EM</i> 255.9G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δέλφιξ]] (-ικος), ο (Α)<br />ο [[τρίπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Δελφοί]], με άγνωστο [[πρότυπο]] σχηματισμού]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ῐκος, ὁ,
A tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας) ; δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.
German (Pape)
[Seite 544] ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.
Greek (Liddell-Scott)
δέλφιξ: ῐκος, ὁ, τρίπους παρὰ Ρωμαίοις, δέλφικας ἀργυροῦς Πλούτ. Τιβ. Γράκχ. 2 (κατὰ τὸν Dacier ἀντὶ δελφῖνας) Μ. Ε.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
table à trois pieds, chez les Romains (cf. δελφινίς).
Spanish (DGE)
-ικος, ὁ trípode Plu.TG 2 (cj.), EM 255.9G.
Greek Monolingual
δέλφιξ (-ικος), ο (Α)
ο τρίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού].