δευκής: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(big3_10)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[dulce]] ποτός Nic.<i>Al</i>.328.<br /><b class="num">2</b> δευκές· [λαμπρόν.] ὅμοιον Hsch.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[dulce]] ποτός Nic.<i>Al</i>.328.<br /><b class="num">2</b> δευκές· [λαμπρόν.] ὅμοιον Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[δευκής]], -ές (Α)<br />[[γλυκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δευκής]] πιθ</i>. κατ' [[απόσπαση]] από το [[αδευκής]]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευκής Medium diacritics: δευκής Low diacritics: δευκής Capitals: ΔΕΥΚΗΣ
Transliteration A: deukḗs Transliteration B: deukēs Transliteration C: defkis Beta Code: deukh/s

English (LSJ)

ές,

   A = γλυκύς, dub. in Nic.Al.328; cf. δευκές· λαμπρόν, ὅμοιον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δευκής: -ές, = γλυκύς, Νίκ. Ἀλ. 328· δεῦκος, τό, λέγεται ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τὸ γλυκύ· πρβλ. ἀδευκής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γλυκύς.
Étymologie: cf. δεῦκος.

Spanish (DGE)

-ές
1 dulce ποτός Nic.Al.328.
2 δευκές· [λαμπρόν.] ὅμοιον Hsch.

Greek Monolingual

δευκής, -ές (Α)
γλυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δευκής πιθ. κατ' απόσπαση από το αδευκής].